- ἡλιαυγής
- ἡλῐ-αυγής, ές, ([etym.] αὐγή)A gleaming like the sun, EM425.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηλιαυγής — ἡλιαυγής, ές (Α) αυτός που λάμπει όπως ο ήλιος («χρυσίον ἡλιαυγές», Ε.Μ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + αυγής (< αυγή ή αμάρτυρο *αύγος), πρβλ. δι αυγής, τηλ αυγής] … Dictionary of Greek
ἡλιαυγής — gleaming like the sun masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιαυγές — ἡλιαυγής gleaming like the sun masc/fem voc sg ἡλιαυγής gleaming like the sun neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
εριαυγής — ἐριαυγής, ές (Α) πολύ λαμπρός, φωτεινότατος, ολόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + αυγής (< αυγή ή αμάρτυρο *αύγος πρβλ. ηλιαυγής] … Dictionary of Greek